φιάμπολη

φιάμπολη
η, Ν
το φυτό γλυκόρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. ονομ. τού φυτού γλυκόρριζα ή γλυκύρριζα, που σε πολλές περιοχές είναι γνωστό και ως γιάμπολη, πιθ. από την ονομ. της πόλης Ὑάμπολις τής Ανατ. Ρωμυλίας, η οποία ονομαζόταν στα Τουρκικά Γιαμπολού και στην οποία παρασκευαζόταν το εκχύλισμα τού φυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”